κληρουχαρχώ

κληρουχαρχώ
κληρουχαρχῶ, -έω (Α)
(είμαι επικεφαλής μιας ομάδας κληρούχων, διοικώ μια κληρουχία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κληροῦχος + -αρχῶ (< -αρχος < ἀρχός < ἄρχω), πρβλ. δημ-αρχώ, ιππ-αρχώ].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”